-
1 ἐμποιέω
A make in, ἐν δ' αὐτοῖσι (sc. πύργοις)πύλας ἐνεποίεον Il.7.438
, cf. Ar.Ec. 154:—[voice] Med.,Ἑλικῶνι Χοροὺς ἐνεποιήσαντο Hes.Th.7
, cf. PFlor.212.10 (iii A. D.):—[voice] Pass., Χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη introduced by the poet's art, Ar.Av. 1301, v. Sch.3 foist in,ἐς τὰ Μουσαίου ἐ. Χρησμόν Hdt.7.6
; ; simply, insert, opp. ἐξαγρέω, Schwyzer 412.3 ([place name] Elis).II produce or create in,ἡ Χρεία καπήλων.. γένεσιν ἐ. τῇ πόλει Pl.R. 371d
; οἱ Χρηματισταὶ.. πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐ. τῇ πόλει ib. 556a, etc.; δύναμιν (sc. τῇ πόλει) Isoc.9.47.2 of states of mind,ἐπιθυμίαν ἐ. τοῖς Ἀθηναίων ξυμμάχοις ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Th.4.81
;κακόν τι ἐ. ταῖς ψυχαῖς Pl.Phd. 115e
; ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐ. Id.R. 590b;ἐλπίδας ἐ. ἀνθρώποις X.Cyr.1.6.19
;ψυχῇ ἐπιστήμην Id.Mem. 2.1.20
;ταραχήν τισι Men.Sam.9
: without a dat., produce, create, μῖσος, λήθην, Pl.R. 351d, Phlb. 63e, D.19.3; ; Χρόνους [ ψηφίς μασι] D.23.93;Χαράν X.Hier.8.4
; ὀργὰς καὶ λύπας ib. 1.28: c. inf. pro acc., ἐ. τινὶ ἀκολουθητέον εἶναι produce in one's mind the persuasion that he must follow, Id.Oec.21.7; folld.by ὡς .., Id.An. 2.6.8.3 of conditions, produce, cause, ὀδύνην, σηπεδόνας, Hp. Acut.16, Aret.SD1.9;φθόρον Th.2.51
;στάσεις Id.1.2
; πολέμους καὶ στάσεις ἡμῖν αὐτοῖς ἐ. Isoc.4.168;Χρόνου διατριβὴν ἐ. Th.3.38
; .III [voice] Med., ἐμποιεῖσθαι, = ἀντιποιεῖσθαι, lay claim to, , cf. AJA16.13 (Sardes, iv/iii B.C.), BGU13.13 (iii A.D.), etc.;τοῦ λαοῦ μου LXXEx.9.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποιέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский